Τα πήλινα αλάβαστρα ονομάστηκαν έτσι λόγω της ομοιότητάς τους με αντίστοιχα λίθινα αιγυπτιακά αγγεία που κατασκευάζονταν από το ομώνυμο υλικό. Στους προϊστορικούς χρόνους, το αλάβαστρο απαντά με απιόσχημο, ωοειδές, πιεσμένο σφαιρικό ή κυλινδρικό σώμα και στενό στόμιο. Η γραπτή διακόσμηση στα πήλινα αγγεία σε κάποιες περιπτώσεις αποτελεί μίμηση των κυματοειδών φλεβώσεων των αλαβάστρινων προτύπων. Τα λίθινα αλάβαστρα από το ομώνυμο υλικό ήταν συνήθως εισηγμένα από την Αίγυπτο, ενώ απομιμήσεις κατασκευάζονταν στη μινωική Κρήτη από εγχώρια ποικιλία ασβεστόλιθου. Τα αλάβαστρα χρησίμευαν ως δοχεία για αλοιφές και αρωματικά έλαια και συνιστούν συχνότατο κτέρισμα σε τάφους, κυρίως κατά τη μυκηναϊκή περίοδο. Στους ιστορικούς χρόνους, το αλάβαστρο είχε επίμηκες ραδινό ή απιόσχημο σώμα και στενό λαιμό με μικρό στόμιο. Κατασκευαζόταν από διάφορα υλικά, όπως πηλό, γυαλί και αλάβαστρο (λίθο). Λόγω των μορφολογικών χαρακτηριστικών του ήταν κατάλληλο για την αποθήκευση μικρών ποσοτήτων αρωμάτων και ελαίων.