Όρος που χρησιμοποιείται συμβατικά για την απόδοση των ανθρώπινων μορφών και των επιμέρους χαρακτηριστικών τους στο πλαίσιο της Ανατολίζουσας τεχνοτροπίας της Αρχαϊκής περιόδου (7ος αι. π.Χ.). Ο όρος προέρχεται από τον τεχνίτη Δαίδαλο, ο οποίος θεωρείται σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές ότι ήταν ο πρώτος που έδωσε κίνηση στα ξόανα, τα ξύλινα αγάλματα που ήταν στημένα σε ναούς και χρησιμοποιούνταν σε αρχαία δρώμενα. Στη Δαιδαλική τεχνοτροπία, η μορφή αποδίδεται μετωπικά και φέρει τη χαρακτηριστική κυματοειδή κόμμωση (οροφωτή φενάκη), συχνά με ταινία που δένει στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Το ωοειδές πρόσωπο έχει έντονα χαρακτηριστικά, με τετραγωνισμένο πηγούνι, αμυγδαλόσχημα μάτια και τονισμένη μύτη, ενώ στα χείλη διακρίνεται ένα αχνό χαμόγελο. Όπως και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου, στην Κρήτη οι τεχνίτες της εποχής έχουν συγκεράσει στις δημιουργίες τους τα επείσακτα στοιχεία από την Αίγυπτο και την Ανατολή με το προσωπικό τους στίγμα.