Ο οξυπύθμενος αμφορέας της Ρόδου ήταν ένας ιδιαίτερα διαδεδομένος τύπος δοχείου μεταφοράς κατά τους ύστερους Κλασικούς και Ελληνιστικούς χρόνους. Εμφανίζεται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και εξελίσσεται τυπολογικά έως τη σταθεροποίηση του σχήματος τον 3ο αι. π.Χ. Τα συστήματα σφράγισης των λαβών των ροδιακών αμφορέων αποτελούν σημαντικά στοιχεία για τη χρονολόγηση τόσο των αγγείων αλλά και για την ανάπτυξη χρονολογικών συστημάτων βάσει των σφραγισμάτων. Η πρακτική της σφράγισης εμφανίζεται στη Ρόδο τον 3ο αι. π.Χ., διαρκεί για δυόμιση περίπου αιώνες και εγκαταλείπεται κατά την εποχή του Αυγούστου. Τα ροδιακά εργαστήρια χρησιμοποιούν τα δύο εμβλήματα που βρίσκονται και στο νόμισμα, το «ρόδον» (τριαντάφυλλο) και τον ακτινωτό θεό Ήλιο, και τα ονόματα των κατασκευαστών και των επωνύμων αρχόντων. Η ανεύρεση μεγάλου αριθμού ενσφράγιστων ροδιακών αμφορέων σε διάφορες θέσεις της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας μαρτυρά την κομβική θέση της Ρόδου στην εμπορική δραστηριότητα μεγάλων αποστάσεων και τη διακίνηση αγαθών, όπως το κρασί, το ελαιόλαδο και τα σιτηρά.