Τύπος αγγείου μεταφοράς, που χαρακτηρίζεται από τη διαμόρφωση ενός κοίλου στελέχους που σφραγιζόταν πριν την όπτηση (ψευδές στόμιο) και το οποίο εξυπηρετούσε μαζί με τις δύο ή σπανιότερα τρεις λαβές τον καλύτερο από εργονομική άποψη χειρισμό και τη μεταφορά του αγγείου. Το λειτουργικό στόμιο βρίσκεται πλάι στον λαιμό και σφραγιζόταν εύκολα κατά τη μεταφορά είτε με πηλό ή με την πρόσδεση πώματος από φθαρτά υλικά (ύφασμα, ξύλο ή δέρμα). Ο σφραγισμένος λαιμός εξουδετέρωνε την ασκούμενη από μέσα πίεση καθιστώντας δύσκολο τον εκπωματισμό του σκεύους κατά τη μεταφορά, προσφέροντας έτσι ασφάλεια για το υγρό περιεχόμενο σε χερσαία ή θαλάσσια ταξίδια. Οι λεγόμενοι “ψευδόστομοι” αμφορείς αποτέλεσαν έναν δημοφιλή τύπο αγγείου μεταφοράς κατά τη Νεοανακτορική περίοδο, γνώρισαν όμως ιδιαίτερη ακμή κατά τη Μυκηναϊκή εποχή.