Αγαλματικός τύπος γυναικείας μορφής που απαντά με τυποποιημένα χαρακτηριστικά κατά την Αρχαϊκή περίοδο. Εμφανίζεται τον 7ο αιώνα και η παραγωγή του συνεχίζει και εξελίσσεται ως τα τέλη της αρχαϊκής εποχής. Όπως και ο κούρος, ο αντίστοιχος τύπος της ανδρικής μορφής, η κόρη εκφράζει στην απόδοση τα αριστοκρατικά ιδεώδη της «καλής και αγαθής» νέας γυναίκας της εποχής. Εικονίζεται σε όρθια μετωπική στάση, ενδεδυμένη με χιτώνα και ιμάτιο (ή σπανιότερα πέπλο), συχνά με περίτεχνη κόμμωση με μακριούς βοστρύχους και πλούσια κοσμήματα. Στο πρόσωπο, όπως και στην ανδρική εκδοχή των κούρων, αποδίδεται το λεγόμενο αρχαϊκό μειδίαμα, ένα διακριτικό χαμόγελο που προσδίδει ζωντάνια. Η κόρη σε κάποιες περιπτώσεις φαίνεται να κρατάει με το ένα χέρι λυγισμένο κάποιου είδους προσφορά (άνθη, φρούτα, πουλιά). Οι μορφές σταδιακά εμφανίζουν κάποια υποτυπώδη κίνηση, με το ένα πόδι σε προβολή και το αντίστοιχο χέρι να σηκώνει το ένδυμα. Σε πολλά μαρμάρινα αγάλματα του τύπου σώζονται ίχνη έντονων χρωμάτων, που αρχικά κοσμούσαν τα μαλλιά, τα κοσμήματα και τα ενδύματα των μορφών. Μαρμάρινα αγάλματα κορών αφιερώνονταν σε ιερά και ανεγείρονταν ως επιτύμβια μνημεία στους τάφους επιφανών γυναικών σε νεκροταφεία.